Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

ΦΡΙΞΟΣ Β. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, Το έργο και η ζωή του

Π Ο Ι Η Τ Ι Κ Α   Ε Ρ Γ Α

ΦΡΙΞΟΥ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

Τόμος  Πρώτος


Εισαγωγή : Γιάννης Σπηλιόπουλος

E Ι Σ Α Γ Ω Γ Η

ΦΡΙΞΟΣ Β.ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ
Το έργο και η ζωή του
ΤΟΥ
ΓΙΑΝΝΗ Θ.ΣΠΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ



«κι’ οι ποιητάδες όλοι του καλοκαιριού
θα πρέπει τώρα να θρηνήσουν άλλο ένα
πνεύμα που μισεύει»
SIDNEY KEYES

  
Tα συμπτώματα μεγαλοφυΐας καθόρισαν την πορεία του πνεύματος. Κι όχι μόνο τα μεγάλα, μα και τα μικρότερα, όχι μόνο όσα αχτινοβόλησαν αλλά κι αυτά που δεν έγιναν αμέσως δημόσιο κτήμα, όχι μόνο τ’ αναγνωρισμένα, αλλά και τα παραγνωρισμένα, δικαιωμένα κι αδικαίωτα.  Αυτή η σκέψη θα έβρισκε αμέσως και σε πρόχειρη θεώρηση αντίθετους όσους, στ’όνομα της διαλεχτικής αρνούνται απόλυτα και «πορεία του πνεύματος»και «μεγαλοφυΐα»,θεωρώντας και το ένα και το άλλο προϊόντα της ανάλογης ανάπτυξης των οικονομικών –κοινωνικών σχέσεων και συνακόλουθα της Τέχνης.Αυτό είναι αλήθεια και αναμφισβήτητη η αξία αυτής της αρχής της διαλεχτικής (άλλωστε καθώς θα δούμε πιο κάτω το φαινόμενο του έργου που ακολουθεί δεν είναι άσχετο από μία συγκεκριμένη πνευματική υποδομή ενός χώρου ), αλλά δεν αρκεί μόνη της να εξηγήσει φαινόμενα καθώς λ.χ.του Γκρέκο,του Δάντη,του Μότσαρτ ή του Σαίξπηρ.Η μεγαλοφυΐα δεν είναι ούτε συνισταμένη,ούτε μέσος όρος.Είναι αιφνίδια λάμψη που σκίζει το σκοτάδι κι ανοιγει δρόμο ή κάνει τα γύρω της φώτα ωχρά κι αδύναμα.Είναι φυσικό (κι όχι ουρανόπεμπτο βέβαια) προνόμιο,μια ε ξ α ί ρ ε σ η  ποου χαρίζει η φύση ξεπερνώντας τον εαυτό της, που όμως αυτή η ίδια μπορεί να καταργήσει.Ο Φρίξος υπήρξε μεγαλοφυία.Μία απροσδόκητη λάμψη που ξάφνιασε τα μάτια ενός ανέτοιμου χώρου και γρήγορα έσβησε απ’την παρέμβαση μιάς επίβουλης βίας,αφήνοντας τα καταπληκτικά της ίχνη,σημάδια μιάς μεγάλης πορείας που δεν πραγματοποιήθηκε,ίχνη μέχρι τώρα γνωστά σε πολύ λίγους που τον έζησαν ή ήρθαν σ’επαφή με τα χειρόγραφά του.
       Ο φρίξος Β. Σταυρόπουλος γεννήθηκε στο Λέχαιο της Κορινθίας στις 27 Απριλίου 1925,ααπό αγρότες γονείς κι ήταν το πρώτο από τα εφτά παιδιά τους.Από παιδί ακόμα άρχισε να εκδηλώνει τη ροπή του προς την ποίηση φτιάχνοντας στίχους.είχε πηγαία αίσθηση της αρμονίας κι ορμέμφυτη τη λειτουργία του ρυθμού.Σε ηλικία 14 μόλις ετών γράφει την πρώτη ποιητική του συλλογή «Των ονείρων οι καημοι» (μπορούμε να ξεχωρίσουμε από αυτήν το υπέροχο ποίημα «Φωνές»)κι αμέσως ύστερα σ’ένα χρόνο τη δεύτερη :»Ρημαγμένες φωλιές».τώρα πια οι στίχοι του (στίχοι γνήσιοι κι άρτιοι κι όχι ποιητικές ασκήσεις )έβγαιναν αβίαστα σα νερό από κρήνη.Σ’αυτή τη συλλογή υπάρχουν τα ποιήματα «Ειδύλλιο γης και ουρανού».»Ένα μπουκέττο από μαλλιά»και «Πικρό τραγούδι»,τέλεια στιχουργημένες μπαλάντες που στέκουν ακόμα και σε παγκόσμια ανθολόγια ποίησης.Εδώ ο δόκιμος ποιητής (δεκαπεντάχρονος έφηβος ωστόσο ακόμα),συνθέτει με τόλμη,ελέγχει το στίχο κι αρχίζει να παίζει μαζί του επιχειρεί ακόμα και παραλλαγές στα θέματά του (καθώς π.χ.στα ποιήματα «Ένα μπουκέττο από μαλλιά»ή «Το τραγούδι της ερήμου»).Βέβαια και σ’αυτή τη συλλογή του (όπως και στην πρώτη)η θεμαατολογία του δεν αλλάζει σημαντικά,τα νοήματά του χαρακτηρίζονται από ένα σχεδόν πρωτόγονο αυθορμητισμό ,αλλά και η ποιητική φόρμα είναι πιο στέρεη και πιο λαμπερή.Ως ένα βαθμό κι αυτά τα ποιήματα ο ίδιος ο ποιητής τα θεώρησε (σε μεταγενέστερες σημειώσεις του)ποιητικές δοκιμές,θα λέγαμε μάλιστα πως είναι περίφημα ποιητικά γυμνάσματα που οδηγούσαν σε μια ποιητική μεγάλης πνοής.Εδώ όμως πρέπει να παρατηρήσει κανείς κάτι σημαντικό,όσο και περίεργο.Ο ποιητής εγκαταλείπει αμέσως μετά από αυτήν τη συλλογή τον κλασσικό (ή αν θέλετε παραδοσιακό0στίχο και περνάει στα επόμενα έργα του της δεύτερης περιόδου (που είναι κι οι μεγάλες κι ωριμότερες συνθέσεις του)στον ελεύθερο στίχο (βέβαια αυτός δεν ταυτίζεται με την μοντέρνα άποψη του ελεύθερου στίχου,έχει όλα τα στοιχεία του κλασσικού ,πλην της ρίμας). Και είναι περίεργο γιατί σ’αυτήν την ηλικία,σ’αυτήν την εποχή και παρά την παλάμολατρεία του και την κλασσικιστική γενικά ροπή του, ο ποιητής τολμά αυτήν τη μεταπήδηση που θα τον ελευθερώσει από τα δεσμά της στροφής,της ρίμας και του αυστηρά ισοσυλλαβικού στίχου και θα τον οδηγήσει από το  τ ρ α γ ο ύ δ ι  στο  π ο ί η μ α.Παράλληλα με το γράψιμο ο Φρίξος διάβαζε απ΄την παγκόσμια φιλολογία,ακούραστα κι ό,τι έβρισκε μπροστά του,άλλωστε λιγοστές ήταν τότε οι εκδόσεις κι ακόμα λιγότερα βιβλία κυκλοφορούσαν στον επαρχιακό χώρο.Αφομοίωνε με καταπληκτική ταχύτητα –παρά την ηλικία του-έργα δύσκολα.Υπήρξε λάτρης των ελλήνων κλασσικών,των αρχαίων γενικά κειμένωνκι ιδιαίτερα της Βίβλου,προσηλώθηκε στη μελέτη των ευρωπαίων γιγάντων απ’τον Δάντη ίσαμε το Μαγιακόφσκι κι ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τους γερμανούς ποιητές (Χάινε,Ρίλκε,Γκαίτε,Χαίλντερλιν),που είχε αρχίσει κιόλας να διαβάζει στο πρωτότυπο.Εδώ πρέπει ν’αναφέρουμε (παράλληλα με την καταπληκτική ταχύτητα αφομοίωσης των κειμένων)και την ισχυρή μνήμη του:φοβερός γνώστης της παγκόσμιας ιστορίας,με ετοιμότητα αναφοράς στις πιο απίθανες λεπτομέρειές της,που άσκησε φανερή επίδραση στο περιεχόμενο των έργων του.Δεν είχε συμπληρώσει ένα εξάμηνο μελέτης στη γερμανική γλώσσα και σκάρωσε μία περίφημη μετάφραση ενός κομματιού απ’τον Γκαίτε.Το 1944 είχε αρχίσει να διαβάζει Αγγλικά και πολύ σύντομα τεχνούργησε μια άρτια μετάφραση στο περίφημο «Αηδόνι»του Κήτς που σώζεται στα χειρόγραφά του.Μετά την αποχώρηση των Γερμανών ,σε μια γιορτή που οργάνωσε το ΕΑΜ στο Λέχαιο και που σ’αυτή βρέθηκαν μερικοί Άγγλοι,σηκώθηκε κι απάγγειλε απέξω ολόκληρο το ογκώδες επικό ποίημα του Σέλλεϋ «Ελλάδα» στ’αγγλικά.Αυτόπτες μάρτυρες βεβαιώνουν πως ένας Άγγλος αξιωματικός τον αγκάλιασε και τον φίλησε δακρυσμένος.
   Ο Φρίξος παρά την αυστηρή του πνευματική δομή,παρά την αναπόφευκτη σ’ένα μεγαλόπνοο ποιητικό πνεύμα έπαρση,ήταν ωστόσο απλός στους τρόπους του,τρυφερός κι ευαίσθητος στο έπακρο (λέγεται πως έκλαψε με λυγμούς όταν πληροφορήθηκε το θάνατο του Παλαμά)λάτρευε τα λουλούδια κι αγαπούσε τα ζώα: σ’ένα περίπατό του είδε ένα αρνάκι με σπασμένο πόδι κι ασχολήθηκε με φροντίδα μεγάλη να δέσει το τραύμα του.Παρά την απομονωτική του διάθεση,αναγκαία για το χρόνο που χρειαζόταν ο σταχασμός,η έμπνευση και το αδιάκοπο γράψιμο ,δεν είχε τάσεις ερημίτη,αντίθετα ήταν κοινωνικός,φιλικός κι αγαπούσε τις παρέες ,ιδιαίτερα βέβαια τις πνευματικές συντροφιές όσων είχαν ροπή στην καλλιέργεια των Γραμμάτων,αλλά και τους απλούς,τους λαϊκούς ανθρώπους αγαπούσε και προπάντων τους ταπεινούς και φτωσούς που συμπονούσε κι έπασχε για τη μοίρα τους,περισσότερο από αυτούς τους ίδιους Παρόλα τούτα μερικοί ,είτε παρασυρμένοι από την υψηλοφροσύνη των στίχων του,είτε απλώς κακόβουλοι,τον χαρακτήρισαν άδικα σνομπιστή.Ο Φρίξος υπήρξε ,είναι αλήθεια,εκλεκτικός αλλά όχι ελιτιστής και σίγουρα θα απεχθανόταν σήμερα,αν ζούσε,την κουλτούρα της κάστας και των κλειστών κυκλωμάτων.
Πρέπει τώρα να σταθούμε σ’ένα ζήτημα που είναι δύσκολο να αντιμετωπίσουμε, απαραίτητο όμως όταν πρόκειται για ποιητή:την ερωτική ζωή του Φρίξου.Αν λάβει κανείς υπόψη του ότι αυτή είναι κατ’ανάγκη χρονικά περιορισμένη ,αφού την εφηβεία του ακολούθησε ο θάνατος,αλλά ακόμα και το ασφυχτικό κοινωνικό πλαίσιο ενός χωριού των χρόνων εκείνων ,τα περιθώρια είναι πολύ μικρά για την ανάπτυξη μιάς ερωτικής σχέσης ,αρμόζουσας στον πλατύ,λεπτό αλλά και ορμητικό ψυχισμό του ποιητή.Στην ποίησή του (στη λυρική κυρίως)είναι διάχυτη η λατρεία της Γυναίκας που,όμως σμιλεύει  με κλασσικό μεγαλείο τις μορφές της,δεν τις σχηματίζει με τους καπνούς του ρομαντικού λιβανωτού. Διατρέχοντας κανείς τους στίχους του έχει την εντύπωση ,καθώς κάθε τόσο συναντέι τα ονόματα Αντιγόνη,Ηλέκτρα,Βηρσαβεέ,Λανγκλό,Οφηλία,Βεατρίκη,Βαλέφσκα κ.λ.π.ότι υμνεί τα μεγάλα γυναικεία πρόσωπα της ιστορίας ή τα ινδάλματα που έπλασαν οι κρυφαίοι δημιουργόι της παγκόσμιας γραμματολογίας.Ανάμεσα όμως σ’αυτές τις αναφορές αποδίδει τον ποιητικό του θαυμασμό συγκαλυμένο με τον μανδύα των γνωστών αυτών ονομάτων,σε συγκεκριμένες γυναίκες που ερωτεύτηκε κι άντλησε απ’αυτές την έμνευσή του.σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις,καθω΄ς θα δούμε,σχηματίζει μεικτά ονόματα παίρνοντας το μικρό όνομα της αγαπημένης του και ζευγαρώνοντάς το μ’ ένα κλασσικό ,ιστορικό ή φανταστικό (καθώς π.χ. Αγλαϊα Βαλέφσκα).Απ’ τα λίγα στοιχεία που βγαίνουν από την πενιχρή προσωπική του αλληλογραφία και κάποιες σημειώσεις του,διασταυρωμένα με πληροφορίες συγχρόνων του,τρεις γυναίκες φαίνεται να συγκίνησαν περισσότερο την ερωτική του φύση κι ίσως (οι δύο τουλάχιστον οπωσδήποτε)μόνο πλατωνικά.Άλλα στοιχεία γι’αυτές δεν έχουμε έξω από τα μικρά τους ονόματα,αν και μάλλον εύκολα θα μπορούσαν να συναχθούν και τα επώνυμά τους,που όμως κρίναμε περιττό εδώ να αναφέρουμε ,παρ’ότι αρκετά είναι της μόδας το φιλολογικό κουτσομπολιό.Εμείς το θεωρούμε διείσδυση στην προσωπική ζωή ανεπίτρεπτη,όσο δεν χρησιμέυει στην ανάλυση ή στην ερμηνεία του προκείμενου έργου.Η πρώτη και σημαντικότερη,η Αγλαϊα Α.(που πρέπει να ήταν συμμαθήτρια του ποιητή)του εμπνέει το μακρό ωραιότατο ποίημα «ΑγλαίαΒαλέφσκα»κι ακόμα της αφιερώνει τη δεύτερη ποιητική συλλογή «Ρημαγμένες φωλιές»(«Χαρισμένη στην Α.Α.» σημειώνει ο ποιητής στο χειρόγραφό του).Η  δεύτερη (που πρέπει να ήταν συγχωριανή του),κάποια Μαρία του εμπνέει το επίσης μακρό του ποίημα «Μαρία Σαπιέρσκα»και η τρίτη, Δήμητρα  τ’ όνομά της και παρεπιδημούσα κάποιο διάστημα στο χωριό του,του εμπνέει το πρώτο από τον κύκλο των ποιημάτων που επιγράφει «Τα πονεμένα τραγούδια του Αβεσσαλώμ»και της το αφιερώνει.Να έμειναν όλοι αυτοί οι έρωτες του ποιητή ανικανοποίητοι ? Μπορεί. Μια διάχυτη πικρία απογοήτευσης που ποτίζει τους ερωτικούς του στίχους το βεβαιώνει.όμως σ’αυτά τα υπέροχαα άνθη που φύτρωσαν στο φτενό χώμα της ψυχικής δοκιμασίας του ποιητή ,ποτισμένο από τα δάκρυά του,δεν μπορούν να σκύψουν τα φραγμένα ρουθούνια της σύγχρονης βακχείας των αισθήσεων που, παχαίνοντας μες στην πολύχυμη ραθυμία του κορεσμού,μόνο αγχωτικά ψελλίσματα χαρίζει στην ιστορία του πνεύματος.
    Στα χρόνια της εφηβείας του ήδη ο Φρίξος Σταυρόπουλος έγραφε στίχους μεστούς ,ώριμους,ποιήματα με στέρεη δομή κι όλο ογκωδέστρες ποιητικές συνθέσεις.Εκτός από τα λυρικά του ποιήματα των πρώτων χρόνων που αποτελούν τις δύο συλλογές που αναφέραμε και άλλα ανεξάρτητα,επιδόθηκε και στο στοχασμό,στη σύντομη δηλ.φιλοσοφική σκέψη κι έγραψε ένα τόμο που ο ίδιος τιτλοφόρησε «Ιδέες και Εμπνεύσεις».Όπως φανερώνουν οι χαρακτηρισμοί του τίτλου,αλλά και να διαπιστώσει κανείς εύκολα μπορεί από μια θεώρηση των χειρογράφων ,ο ποιητής,γράφοντάς τις δεν είχε την πρόθεση να γράψει πεζά κείμενα , άλλωστε δεν επιδόθηκε σε κανένα άλλο από τα γνωστά αίδη της πρόζας,ούτε δείγμα δουλειάς τέτοιας υπάρχει στα γραπτά του.οι σκέψεις αυτές ρίχνονταν στο χαρτί πρόχειρα ,καθώς συλλαμβάνονταν,για να αποτελέσουν την κεντρική ιδέα ποιημάτων ή και αυτούσια να στιχοποιηθούν  είτε σαν ανεξάρτητα ποιήματα,είτε –περισσότερο-σα μέρη μεγαλύτερων συνθέσεων,που ο ποιητής κατεργαζόταν ήδη ή επρόκειτο να αρχίσει.Γι’ αυτό στα πέντε τετράδια που γράφτηκαν (με διαφορετικές ενδείξεις: Ιδέες και εμπνεύσεις,Αποσπάσματα,Χρυσά αποσπάσματα,Σημειωματάριο σκέψεων και εμπνεύσεων,σημειώσεις ιδεών μου),βρίσκονται αρκετές σε διπλές ή και πολλαπλές παραλλαγές,σε πολλές υπάρχει στο πλάι η ένδειξη «εγράφη»(κι αυτές όλες απαντώνται στα ποιητικά κείμενα μετουσιωμένες σε στίχους)και πάντως καμιά δεν έχει αλλού μεταφερθεί και καθαρογραφεί από τα πρόχειρα αυτά τετράδια.Έτσι ο καθαρός αύτός προορισμός τους (ποιητικά προπλάσματα),το λιτό αλλά και γλαφυρό τους ύφος,αλλά και ο αναπόφευκτος εσωτερικός ρυθμός τους παρά την επιφανειακή πρόζα,κάνουν τα κείμενα αυτά αναμφισβήτητα ποιητικά κομμάτια και όχι πεζά ,όπως ακριβώς κανείς δε θεώρησε ποτέ πεζά κομμάτια τις «Εκλάμψεις»του Ρεμπώ.Όμως από την άλλη μεριά η κυριαρχία της φιλοσοφικής σκέψης στην ποίηση του Σταυρόπουλου ,γίνεται απόλυτη σ’αυτές τις συμπυκνωμένες ,σπερματικές συλλήψεις και δίνει την εντύπωση –μαζί με την αποσπασματικότητα,αλλά και την πληρότητά τους-ότι γράφτηκαν σα στοχασμοί βολταιρικού τύπου.Όπως και νάναι ανάμεσά τους υπάρχουν πολλοί που αποτελούν πραγματικά διαμάντια έκφρασης,ουσία και εφευρηματικότητας
Μετά τα 18 του χρόνια ο Φρίξος ωριμάζει πια.ο στίχος του αποκτά σοβαρότητα κι ένα βάρος διαφορετικό,γίνεται ακόμα στιλπνότερος και καλοδουλεμένος πιο στέρεος στο ρυθμό.Αυτήν την περίοδο συνθέτει στην αρχή τα μικρά ποιήματά του «Λόγος ενός σύγχρονου ήρωα», «Αγλαϊα Βαλέφσκα», «Μαρία Σαπιέρσκα», «Αητός» κι ύστερα τον «ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ»(Κοσμογονική Τραγωδία)και μια σειρά από «Τραγωδίες»: «Τραγωδία ενός Ελευθερωτού» , «τραγωδία των 5 ηπείρων», «Τραγωδία ενός Τιτάνος», «Τραγωδία ενός Ανθρώπου» και «Τραγωδία των Εθνών», (που ίσως δεν πρόλαβε να τελειώσει γιατί έχει ένα μέρος λιγότερο από τα άλλες),θ’αποτελέσουν ένα ενιαίο κύκλο που ο ποιητής βαφτίζει «ΕΠΤΑΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ»και φαίνεται ότι είχε υπόψη του να περιλάβει δύο ακόμα μέρη  (δύο «Τραγωδίες»),αλλά δεν πρόλαβε.Τα έργα αυτά είναι πολύστιχες ποιητικές συνθέσεις σε ενδεκασύλλαβο που ο ίδιος χαρακτηρίζει «Τραγωδίες».Δεν έχουν καμία θεατρική  δομή,ούτε στοιχειώδη (όπως συμβαίνει σε πολλά συνθετικά έργα λ.χ.στον «Πέερ Γλυντ» του ΄Ιψεν ή στον «Μάνφρεντ»του Μπάυρον),αλλά ακολουθώντας τον τρόπο του διθύραμβου –νομίζω-ο ποιητής εννόησε με τη χρήση του όρου την ίδια την τραγική ουσία (θα μπορούσε δηλ.απλώς να τις ονομάσει «τραγικές ωδές»)που υπάρχει κάτω από την θεατρική φόρμα.Οι «τραγωδίες»αυτές δεν είναι «μίμησις»τέλειας και σπουδαίας πράξης,είναι όμως (ταυτόσημα και ομοούσια)απόδοση (ποιητική )αυτής της πράξης ή καλύτερα ενότητας πράξεων,χωρίς αυτή η απόδοση να είναι αφήγηση επικού ή επικολυρικού χαρακτήρα.Σ’αυτήν τα «παθήματα» κι η «κάθαρση»συνπάρχουν αδιαίρετα με συνεχείς αντιμεταθέσεις και παλίνδρομες μεταπτώσεις,μακριά από την α λ λ η λ ο υ χ ί α που η σκηνική εξέλιξη του μύθου θα είχε επιβάλλει.Έτσι προσδιορίζουμε τον ποιητικό χαρακτήρα αυτών των έργων κι αν ακολουθούσαμε την άποψη του Νίτσε ότι : «η Τραγωδία αφουγκράζεται ένα μακρινό και μελαγχολικό τραγούδι .Μιλά για τις γεννητικές αιτίες του Όντος που ονομάζονται : Αυταπάτη,Βούληση,Δυστυχία»,καθεμιά από τις «τραγωδίες»αυτές είναι ένα τέτοιο  μ α κ ρ ι ν ό  και μελαγχολικό  ‘τ ρ α γ ο ύ δ ι,που ξεδιπλώνεται από μέσα του με διαλεκτική βαρύτητα και χρησμοδοτικό οίστρο η καταλυτική αποκάλυψη:του σωτήριου πρωτε»ισμού της αυταπάτης (θρησκείες-αυτοσυντήρηση των αισθήσεων-αυτοκατάργηση των φαινομένων0της παντοδύναμης ανεπάρκειας της Βούλησης (σοφία-έρωτας-επιβίωση)και της ελεητικής αυτογνωσίας της Δυστυχίας (θάνατος-άπειρο-αδιέξοδο),ένα τραγούδι που φτάνει αγνό μόλις ως τα κράσπεδα του Μ ύ θ ο υ που μόνο ο Τραγωδός το «αφουγκράζεται» κατά τη μαγική μετάπλασή του στη μορφή των «δρώμενων»(της σκηνικής τραγωδίας).Ο Φρίξος Σταυρόπουλος δηλ.στις «τραγωδίες»αυτές σταματά όπου θ’άρχιζε ο τραγικός ποιητής.Δε συνθέτει απλώς γεγονότα (άλλωστε αυτά τα παραθέτει με εσκεμμένα παραλλαγμένη ή αφηρημένη την ιστορική θέση τους)ή τα συναισθήματά του γι’ αυτά,αλλά αφήνει τους ήρωες των γεγονότων (ήρωες σύνθετους που περιέχουν πέρα από τ’ανθρώπινα στοιχεία τους κι όλο το πολυδιάστατο περιεχόμενο των έργων και της εποχής τους)να μεταδώσουν σ’ένα πελώριο μονόλογο (ακόμα κι όταν ο ποιητής επιχειρεί τη διαίρεσή του σε περισσότερες «φωνές»καθώς στον «Αβεσσαλώμ»)την τραγική μοίρα της ιστορίας κι έτσι η ιστορική πράξη αποκτάει μια άλλη διάσταση που καταλήγει α ν ι σ τ ο ρ ι κ ή,καταργώντας το (εξέλιξης σημαντικό )χρονικό μέγεθος που το εκμηδενίζει ή το μεταβάλλει σε αιωνιότητα.Κι εδώ ακριβώς έγκειται η τραγική ουσία: στο αναπόφευκτο της ιστορικής νομοτέλειας που δε μεταβάλεται από το χρόνο ,γιατί αυτή κ α θ ο ρ ί ζ ε ι το χρόνο,στην απελπισία της ανθρώπινης προσπάθειας που μάχεται μάταια κατά του Θανάτου που θέτει επί ατόμων και λαών τη σφραγίδα του ,μάχεται για να ηττηθεί κι όταν ακόμα υποτάσσσει το νικήτή Θάνατο-Χρόνο με τη λάμψη της Αιωνιότητητας,αφού η ίδια η αιωνιότητα καταργεί στο άπειρο τη σκοπιμότητα κάθε μάχης και κάθε τρόπαιου.Έτσι οι ήρωες του ποιητή μεγενθυμένοι ορθώνονται στον τρομερό άνεμο της ιστορίας,μεγενθυμένοι ακριβώς για να ξεπεράσουν τη βιαιότητά του,για να ενσαρκώσουν καθώς τα βαγνερικά πρόσωπα εποχές κι όχι χαρακτήρες.Ταυτόχρονα όμως αποφεύγει τον (ξένον άλλωστε στις ποιητικές προθέσεις του)συμβολισμό που δρα αφαιρετικά και,συνήθως,εγκεφαλικά.Ο Αβεσσαλώμ ή ο Ροβοάμ.ο Αβδεναγώ,ο Βελφηγώρ,ο Νεφθαλείμ,ο Ζαβουλών ή ο Ενώχ κ.α.δεν έχουν καμία άμεση σχέση με τα συνώνυμα μυθολογικά ή ιστορικά πρόσωπα ,απλώς ο ποιητής δανείζεται τα ονόματά τους για να βαφτίσει τους ήρωές του,που είναι αυτοί:οι ήρωες-εποχές,ήρωες-Λαοί, ήρωες –κοσμογονίες, ήρωες-ιδέες,συστήματα ή θρησκείες και να τους μεταφέρει στο Άπειρο του τρομερού τους ρόλου,όπου αφανίζονται οι λογικοί συσχετισμοί και τα καθιερωμένα μεγέθη ,όπου οι γίγαντες μεταβάλλονται σε αθύρματα κι οι πληγές σε ωκεανούς!
    Μόνο στον «Αβεσσαλώμ» ο ποιητής επιχειρεί μία πολυπρόσωπη σύνθεση (έτσι έχει και τυπικά το έργο αυτό την υποτυπώδη μορφή της τραγωδίας)που θα μπορούσε να ανήκει στο ποιητικό θέατρο.’Ομως παρά την ύπαρξη μύθου(δίχως βέβαια πλοκή ) κι αυτό το έργο στερείται θεατρικής δομής , τα πρόσωπα κι εδώ δεν είναι χαρακτήρες (ούτε ακόμα με την υψηλή λειτουργικότητατου «χαρακτήρα»της κλασικής τραγωδίας)που δρουν (ή πάσχουν),αλλά πρόσωπα σύνθετα,όπως ακριβώς οι ήρωες στις «τραγωδίες» του.Μόνο που στη θέση του μονόλογου – καθώς είπαμε-υπάρχει    π ο λ υ φ ω ν ί α  μονόλογων.Ο «Αβεσσαλώμ»είναι αναμφισβήτητα το υψηλότερο κι ωριμότερο έργο του ποιητή.Θα΄λεγε κανείς πως οι «τραγωδίες»(που γράφονταν παράλληλαμε το τελευταίο ,ίσως όχι και οριστικό σχέδιό του)αποτελούν δοκιμές γι’αυτήν την τελική σύνθεση ,οδήγησαν σε αυτήν σαν τελειοποίηση στη φόρμα,αλλά και σαν ανώτατη επεξεργασία της αρχικής σύλληψης της κεντρικής ιδέας.Γιατί –πρέπει να παρατηρήσουμε εδώ –σε όλα τα μέρη της «Επταλογίας των Αιώνων»(με μια ελαφριά παρέκκλιση στην «Τραγωδία ενός Τιτάνος»και στην «Τραφγωδία των Εθνών»)και στον «Αβεσσσαλώμ»η κεντρική ιδέα είναι η ίδια: η τ ρ ι α δ ι κ ή            σ χ έ σ η    Ό ν τ ο ς- Χ ρ ό ν ο υ- Π ν ε ύ μ α τ ο ς, σαν άξονας της πορείας του Κόσμου και της Ύπαρξης.Σε αυτήν ενυπάρχουν όλες οι άλλες πλασματικές αντιθέσεις (φιλοσοφικά διλήμματα)Ζωής- Θανάτου,Ύλης –Πνεύματος,Ανθρώπου-Θεού,που έτσι σφαιρικά θεωρημένες δεν αυτονομούνται σαν κυρίαρχα προβλήματα-κλειδιά της υπαρξιακής αγωνίας(πλάνη των υπαρξιστών από το Χάιντεγκερ ως τον Καμύ),που ο ποιητής αρνείται,γι’αυτό και αποδοκιμάζει καθολικά τη Φιλοσοφία (κι ακόμα περισσότερο τη Θεολογία)σαν κλασσικές μεθόδους λύσης αυτών των προβλημάτων και λυτρωτικής Απάντησης στη φοβερή αγωνία της ύπαρξης,γι’αυτό και στέκεται ειρωνικά μπρος στη φαινομενική πάλη φασματικών στοιχείων κι αυτή η Ειρωνεία (που μπορεί κανείς σ’αυτήν να διακρίνει ταυτόχρονα –παρά τη φοβερή τους απόσταση-την Ύβρη του Ηράκλειτου ,το Σαρκασμό του Σωκράτη και τον Εμπαιγμό του Λουκιανού)έγκειται στην ατέρμονη αντιπαράθεση του κέντρου βάρους και της Αλήθειας από τον ένα πόλο στον άλλο (λ.χ.απ’τον Τάφο στη Ζωή και τανάπαλιν),κι ακόμα περισσότερο στην ταύτιση των πόλων (κατάργηση της αντίθεσης)κι ενθρόνιση στη θέση τους διπολικών αλλά αδιαίρετων ενοτήτων (Τάφος-Ανάσταση).Έτσι παρά την αναμφισβήτητη έλξη του από το γερμανικό πνεύμα,ο ποιητής βρίσκεται σε αντίθεση με τη νεώτερη ευρωπαϊκή (γερμανική κυρίως,ιδίως της σχολής των φαινομενολόγων),αλλά και τη μεσαιωνική φιλοσοφία και ππιο κοντά στους προσωκρατικούς φιλόσοφους και στο Νίτσε 9την κατέξοχήν αντιγεργμανική κριτική σκέψ!).Βέβαια στο ατέλειωτο ξετύλιγμα της σκέψης του μέσα σε αυτό το ογκώδες έργο που με αμέτρητους κυματισμούς κλυδωνίζεται,παλινδρομεί,συστρέφεται ,ξεσπάει και ξαναμαζεύεται γαλήνια,χύνεται στα ηλύσια ύψη ή καταποντίζεται στα ερεβώδη τάρταρα , από όλα τα διλήμματα που αναφέραμε πιο πάνω ένα κυριαρχεί κι επιστρέφει επίμονα: Τ ά φ ο ς – Ζ ω ή  ,ένα αδιάκοπο λάιτ μοτίβ,διαρκές σημείο αναφοράς,αφετηρίας κι επιστροφής κάθε ιδέας ή ενότητας.Και στην πάλη ανάμεσά τους συντριπτικά κυριαρχεί ο θρίαμβος του Τάφου (εκτός από την «Τραγωδία ενός Τιτάνος»,που τη χαρακτηρίζει ένας οπτιμισμός επιφανειακός που είναι περισσότερο επιφυλακτικός σκεπτιμισμός),αλλά Τάφου Ζ ω ν τ α ν ο ύ,που πάει κι έρχεται σαν εκκρεμές με βαρίδι τη Γη,σαν ασταμάτητος σφυγμός της αιωνιότητας.
    Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί ,γιατί αυτή η πελώρια ανάπτυξη σε τόσους χιλιάδες στίχους.Για να βρει  ο ποιητής μέσα από διαρκή τελειοποίηση την ισορροπία όγκου και βάθους που θα σήμαινε την αισθητική και ουσιαστική ολοκήρωση του θέματός του ή μήπως για να λύσει (μέσα από τους ίδιους του τους στίχους)το αβυσσαλέο του αίνιγμα για να κοπάσει τη φλεγόμενη τρικυμία του Νου του,σε μια δαιδαλώδη ποιητική ανίχνευση.Όπως να’ ναι,πάντως η κεντρική ιδέα δεν είναι (ή δεν είναι το κύριο)αξιολογικό κριτήριο στην ποίηση,κι η αξία του έργου αυτού δε μειώνεται από την πληθωρική-πολλές φορές-επιστροφή σε θέματα   όπως λ.χ.οι Θρησκείες κ.α.που η σύγχρονη προβληματική έχει θέσει «εκτός εποχής»,αλλά στον υπανάπτυκτο και συντηρητικό περίγυρο του ποιητή στα χρόνια του αποτελούσαν μοχλούς έντονης καταπίεσης και τον ωθούσαν αναπόφευκτα στην αγωνιστική υπερβολή της εμμονής σ’αυτά.Είναι μάλιστα σημαντικό 9από την άποψη της αξιολόγησης0στοιχείο της ιδιορρυθμίας αυτού του έργου ότι καταφέρνει να τραβάει τον αναγνώστη και να διατηρεί τον υψηλό του τόνο,ξεπερνώντας τον κίνδυνο της επανάληψης ,της κοινοτοπίας,της εξάντλησης.Οι στίχοι παφλάζουν σε ποταμούς και ωκεανούς και η μόνη πηγή αλλά και δεξαμενή ταυτόχρονα αυτής της πλημμύρας είναι ο κύλικας εν΄΄ος Κρανίου.Σίγουρα η ποίηση του Φρίξου Σταυρόπουλου είναι ιδιόρρυθμη (κι ίσως φανεί δυσνόητη στην πρώτη ματιά του αναγνώστη)κι η μεγάλη της πιο πέρα αξία βρίσκεται στο ότι επιχειρεί όχι μόνο συγκλονιστικές συλλήψεις ιδεών ,αλλά και νέους εκφραστικού δρόμους.Είναι χαρακτηριστικό ότι στην «Επταλογία των Αιώνων»και στον «Αβεσσαλώμ»(γιατί σ’αυτά τα ώριμα έργα πρέπει κύρια να στρέψουμε την κριτική μας)σε χιλιάδες στίχους μέσα δε συναντάς καθόλου π ε ρ ι γ ρ α φ ή ,αλλά ούτε καν την παραμικρή ε ι κ ό ν α,που όχι μόνο θεμέλιο της ποίησης στάθηκε στα πρώτα της βήματα και κύρια στο έπος),αλλά και που δεν μπόρεσαν να την αποφύγουν εντελώς κι οι πιο ανεικονικοί (αν μπορούσε να συγχωρεθεί ο εικαστικός τούτος όρος στην ποίηση,σαν αντίθεση ας πούμε στους ιμαγιστές)ποιητές λ.χ.ο Έλιοτ.Οι στοιχειώδεις κινήσεις που συνδέουν μιαν ακατάπαυστη ροή σκέψης,είναι τόσο πολύ αποσχηματοποιημένες (κι όταν ακόμα περιέχονται σε στίχους κι όχι σε παρενθετικές ενδείξεις σε πεζό κείμενο που ο ποιητής προτιμάει στον «Αβεσσαλώμ»)που θα μπορούσαν να θυμίζουν τους υπερρεαλιστές (αν ο ποιητής δεν ήταν ολότελα ξένος στις αρχές τους),σίγουρα πάντως δεν είναι εικόνες.Και σίγουρα δεν υπάρχει εκεί μέσα η κλασσική αντικειμενική ή υποκειμενική θεώρηση των πραγμάτων,αλλά μια ποιητική ανάλυση του  β ά θ ο υ ς  των πραγμάτων,οπωσκήποτε ιδιότυπη,αρκετά πρωτότυπη κι αν είχε ο ποιητής μπορέσει να συνεχίσει το δρόμο του,θά’φτανε  αναμφισβήτητα σε μία ,ίσως  ν ε ό τ υ π η ,φιλοσοφική ποίηση.Δε ξέρουμε αν ο ποιητής αναθεωρούσε αργότερα με αλλαγές ,αναδιαρθρώσεις,συμπτύξεις ή άλλες επεμβάσεις το έργο.άλλωστε δεν προλάβαινε εξαιτίας του όγκου της παραγωγής του,να γυρίσει πίσω για ουσιαστικές διορθώσεις,πολλές φορές ούτε για καθαρογραφή (ο «Αβεσσαλώμ»μεταφέρθηκε από πρόχειρο χειρόγραφο που ήταν το τέταρτο κατά χρονολογική σειρά –και μπορεί γι αυτό να μην ήταν και το οριστικό).Έτσι αυτές οι μακρές συνθέσεις έμειναν ακατέργαστες ,έτσι καθώς γεννήθηκαν,ένας χείμαρρος στίχων που αποκαλύπτει την πηγαιότητα του ποιητή ,αλλά και σημεία αδύνατα (ακόμα και μετρικά λάθη,ίσως από παραδρομή,αφού ήταν καλός γνώστης της μετρικής),φορές μάλιστα πρωτόλεια.Αυτό ίσως οδήγησε το Σεφέρη (όταν του ζητήθηκε να κρίνει το έργο)στην άποψη ότι ο Σταυρόπουλος ήταν ένα μεγάλο ταλέντο που δεν πρόλαβε ν’αναπτυχθεί κι ότι το έργο που άφησε,έστω και μη δημοσιεύσιμο 9κατά τη γνώμη του)είναι καταπληκτικό φαινόμενο για την ηλικία του.Πολλοί ακόμα μπορεί να μη συμφωνήσουν ότι τα έργα του Φρίξου είναι «μεγάλα» ποιήματα, αλλά σίγουρα όλοι θα συμφωνήσουν διαβάζοντάς τα,ότι ο Φρίξος-είναι μ ε γ ά λ ο ς ποιητής.Νομίζουμε πάντως ότι με τον «Αβεσσαλώμ»,την «Ταγωδία ενός Τιτάνος», το «Λόγο ενός σύγχρονου Ήρωα»,την «Αγλαϊα Βαλέφσκα»,αλλά και τα λυρικά «Φωνές»,»Ειδύλλιο Γης και Ουρανού», «Πικρό Τραγούδι»και «Ένα μπουκέττο από μαλλιά»9και στις δύο μορφές του,όπως βρίσκεται στις «Ρημαγμένες Φωλιές»και στα «Ανεξάρτητα»),έργα ώριμα και πλήρη,ο Φρίξος Σταυρόπουλος παίρνει δικαιωματικά τη θέση του ανάμεσα στους δόκιμους ποιητές.
*
         Είπαμε  στην αρχή ότι ο Φρίξος υπήρξε μεγαλοφυία,ισχυρή ποιητική φυσιογνωμία που έδωσε έργα μεστά στην εφηβεία,ενώ στις πλείστες περιπτώσεις το έργο των ποιητών ωριμάζει σε προχωρημένη ηλικία.έχουμε εδώ ένα φαινόμενο ανάλογο με του άγγλου Sidney Keyes ,του γάλλου Λωτρεαμόν (ως ένα βαθμό και του Ρεμπώ)και του ιταλού Metastasioπου είχαν γράψει εκπληκτικά έργα μέχρι τα είκοσι χρόνια τους.οι δύο πρώτοι μάλιστα (σαν να είναι η μοίρα της πρόωρα αναπτυγμένης μεγαλοφυίας να φύγει και πρόωρα)πέθαναν,ο πρώτος 21 ετών (σκοτώθηκε στον πόλεμο της Τυνησίας)κι ο δεύτερος 23 (έχοντας στα 20 γράψει τα περίφημα «Άσματα του Μαλντορόρ»).το ταλέντο του Metastasio που 14 ετών συνέθετε πολύστιχα ποιήματα και τα’απάγγειλα δημόσια στο έκθαμβο κοινό ,εξέπεσε σκαρώνοντας λιμπρέττα για όπερες.Ίσως η αναφορά που επιχειρήσαμε κατηγορηθεί ως υπερβολική γιατί το έγο που ακολουθεί μπορεί (σε πρώτο κοιταγμα0να μην προκαλέσει τούτο το συμπέρασμα (ούτε να δικαιω΄σει τις παραπάνω αντιστοιχίες0στον αναγνώστη ή τον κριτικό που θα αγνοεί όλες τις συνθήκες δημιουργίας του (εκτός από την ηλικία που αναφέραμε):παιδεία του ποιητή ,χώρος ανάπτυξης και δουλειάς,περιβάλλον,ατμόσφαιρα κι επίπεδο ζωής γενικά.Βέβαια η κριτική στην Τέχνη πρέπει να χρησιμοποιήσει μέτρα απόλυτα κι όχι σχετικά.Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με ούτε καν με ένα ποιητή ολοκληρωμένο δηλ.ένα ποιητή που έφτασε στο σημείο της οριστικής διαμόρφωσης,όχι μόνο ενός προσωπικού στυλαλλά του ίδιου του έργου του που δεν έχει ούτε την τελική επικύρωση του δημιουργού του που ο ξαφνικός και πρόωρος θάνατός του του στέρησε κι αυτή τη δυνατότητα της διόρθωσης των χειρογράφων του.Όλα αυτά δεν μπορούν να παραμεριστούν όταν κρίνουμε το Φρίξο.και πρέπει να προστεθούν όχι γιάνα αναπληρώσουν ένα έργο ελλειπές,αλλά για να δώσουν τις σωστές διαστάσεις θεώρησης της αρτιότητας που σίγουρα έμελλε να αποκτήσει ένα έργο που κείται μπρος μας μισοτελειωμένο.Μήπως τάχα αν ο θάνατος του δημιουργού της άφηνε μισολαξεμένη την Pieta,δε θ’αναγνωρίζαμε σ’αυτή τον Michelangelo?το έργο του Φρίξου είναι μεγαλειώδες ίχνος ενός βήματος που ώδευε με σιγουριά στα κέλευθα της ποίησης,αλλά και καθ’αυτό ένα πολύτιμο απόχτημα του πνεύματος,ένα κομμάτι ακατέργαστης ίσως αλλά γνήσιας ομορφιάς.
    Τα μεγάλα (σε όγκο και αξία)έργα του Φρίξου Β.σταυρόπουλου δεν είναι μόνο καλλιλογικά στιχουργήματα,δεν είναι μόνο χείμμαροι ποιητική έξαρσης ,αλλά είναι –προπαντός –αποκυήματα οξείας έμπνευσης ,δημιουργήματα υψηλών σκέψεων και ιδεών,γιγάντιας υψηλοφροσύνης και μέγιστου ήθους.Κυρίως η «Επταλογία των αιώνων»και ο «Αβεσσαλώμ».Είπαμε κιόλας πιο πάνω –με αφορμή τη δομή τους-αρκετά και για την ουσία τους.πρέπει να δούμε τώρα το ύφος και το περιεχόμενό τους.Αλλά πρώτα είναι ,γι’αυτό,αναγκαία μια ακόμα αναφορά στη ζωή και το άμεσο περιβάλλον του ποιητή.
    Τα μαύρα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας και της γερμανικής κατοχής που έκαναν την υπανάπτυκτη αγροτική   κοινωνία ενός χωριού περισσότερο απομονωμένη και κλειστό κύκλωμα απ’όσο ήταν κι από την ίδια τη φύση της ,το Λέχαιον ευτύχησε να δεχτεί τη λάμψη τριών πνευμάτων:Πρώτο ο Αγγλεος Μεντζελίδης ,αφού φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας και εντάχθηκε στο αριστερό φοιτητικό και πνευματικό κίνημα της εποχής,αναγκάστηκε σπρωγμένος από τα προβλήματα που του δημιούργησαν οι κάθε λογής διώξεις και πιέσεις να διακόψει τις σπουδές του και να επιστρέψει στο Λέχαιο.μετέφερε βέβαια εκεί όλη την πλούσια εμπειρία του και την οξυμένη ,από τις αναζητήσεις και τα ρεύματα του μεσοπολέμου ,πνευματική ανησυχία του και την μπόλιασε στο χωριό του.Σεμνός κι εκλεκτός δημιουργός ο Mεντζελίδης ,ποιητής (έγραψε μια αξιοπρόσεκτη ποιητική συλλογή «Ανθρώπινοι καημοί».που τύπωσε ο ίδιος,εξαντλημένη τώρα),πεζογράφος (σκάρωσε κάμποσες νουβέλλες κι ένα μυθιστόρημα-«Μια γροθιά στη γαλήνη»-που δημοσιεύτηκαν σε συνέχειες στον τοπικό τύπο),μελετητής και δημοσιογράφος (για χρόνια αρχισυντάκτης της «Νέας Κορίνθου»),αλλά κύρια και πάνω απ’όλα υπήρξε δάσκαλος και πνευματικός οδηγητής.Φώτισε σ’αυτόν τον ελάχιστο χώρο τον πλατύ δρόμο της σκέψης που ακολούθησαν αμέσως τρεις νέοι που βράθηκαν κοντά του: ο Θέμης Ι.Σπηλόπουλος,ο Φρίξος Β.Σταυρόπουλος κι ύστερα ο Τρύφωνας Στεφανόπουλος.Αυτοί οι τέσσαρες διανοητές,καλλιέργησαν τα γράμματα κι έλαμψαν για 30 χρόνια πάνω στη γη και τους ανθρώπους που αγάπησαν,δημιούργησαν μια πρωτοφανή πνευματική κίνηση ,στόλισαν και πλούτισαν με την παρουσία τους ολόκληρο τον Κορινθιακό χώρο.Μια αχώριστη πνευματική συντροφιά,δοσμένη στην άμιλλα της αγάπης και στην αγάπη της άμιλλας ήταν οι τέσσαρες που αναπαύονται μαζί σήμερα   στο κοιμητήριο Λεχαίου,χωρίς αυτό μέχρι τώρα να έχει επιστρέψει και το ελάχιστο από το απέραντο χρέος του στη μνήμη τους.Πέρασαν-παρεξηγημένοι απ’τους περισσότερους,αλλά χωρίς πικρία γι’αυτό-κι άφησαν μια σκυτάλη που ακόμα δε βρήκε χέρι να συνεχίσει το δρόμο της.Μέσα σ’αυτή τη συντροφιά ο Φρίξος (ανηψιός του Άγγελου Μεντζελίδη)διακρίθηκε αμέσως με την πνευματική του οξυδέρκεια κι έφεσή του για την καλλιέργεια,τις αφάνταστες διανοητικές του δυνατότητες ,την καθαρότητα,την πρωτοτυπία και το βάθος των ιδεών του ,την τάση του προς τις ουμανιστικές και προοδευτικές αντιλήψεις και κύρια με το έκδηλο ποιητικό του ταλέντο,που άμεσα διαπίστωσαν οι μεγαλύτεροι φίλοι του που είχαν κιόλας προηγηθεί στην πνευματική παραγωγή.Τους διάβαζε τους στίχους  του και κάθε μέρα έμεναν εμβρόντητοι με τα πελώρια και τολμηρά του βήματα πάνω στο δρόμο του ποιητικού λόγου.Λίγο αργότερα έγραφε τα μεγάλα έργα του που τα ανέλυε ο ίδιος (όντας στα 19 του χρόνια μια ισχυρή προσωπικότητα)μ’ένα χειμαρρώδες πάθος,πειθαρχημένο σ’ένα συνετό,μετρημένο και μειλίχιο τόνο.Απάγγειλε μάλιστα συχνά απέραντα κομμάτια του που δεν ξανακοίταζε,μετά το γράψιμό τους.Είπαμε στην αρχή για τη σχεδόν αφύσικη μνήμη του.Ένα ακόμα περιστατικό (μου το ανάφερε πρόσφατα ο ,αυτόπτης του,φίλος και ακούραστος ακροατής της συντροφιάς των τεσσάρων Β.Νικαλαϊδης)που αξίζει να καταγραφεί επιβεβαιώνει αυτό το πραγματικά σπάνιο φαινόμενο : σ’έναν από τους καθημερινούς περιπάτους του Φρίξου με τη συντροφιά του στον κάμπο της αρχαίας Εφύρας (ανάμεσα Λεχαίου και Αρχαίας Κορίνθου)όπου ξετύλιγαν τέρμονα γνώσεις,απόψεις και ιδέες,ένα αγγλικό αεροπλάνο έρριξε προκηρύξεις.Ο Φρίξος μάζεψε μία ,τη διάβασε στοους υπόλοιπους ,τη σχολίασε κι ύστερα την πέταξε.Ώρες μετά ,επιστρέφοντας στο καφενείο άκουσαν μια ομάδα από συντοπίτες να διαφωνούν πάνω σ’ένα σημείο της προκήρυξης που κρατούσαν στα χέρια.ο Φρίξος έκανε μια παρατήρηση ,κάποιος του είπε πως δε ξέρει το κείμενο κι ο ποιητής μπρος στους έκπληκτους ακροατές,άρχισε να επαναλαμβάνει κατά λέξη ολόκληρο το κείμενο,μιας μεγάλης σελίδας περίπου. Ο φρίξος λοιπόν συνήθιζε να απαγγέλει τις πολύστιχες συνθέσεις του.Αυτό βοηθάει να κατανοήσουμε την ταχύτητατης παραγωγής του που έδωσε τόσο πλούσια ποιητική υσγκομιδή σε τόσο λόγο χρόνο.Υποθέτω ότι είχε κατά ενότητες συλλάβει και κρατήσει στο μυαλό του αύτούς τους ποιητικούς όγκους κι όταν έγραφε ,απλώς κατέγραφε.Γιατί έγραφε ασταμάτητα,όπως είχαν παρατηρήσει τα αδέλφια του ,κρυφά βέβαια,γιατί ο Φρίξος ήθελε να είναι τελείως  απομονωμένος για να γράφει.Τις νύχτες καθόταν στο πάτωμα ,στη γωνιά ενός δωματίου άδειου κι έγραφε με το φως του κεριού.Τις μέρες περπατούσε ατέλειωτα δίπλα στη θάλασσα στα πιο έρημα μέρη και πολλά απογεύματα τον είδαν καθισμένο σε μια άκρη του νεκροταφείου,όπου έβρισκε ανάμεσα στους τάφους ,όχι μόνο την απέραντη κι ατάραχη γαλήνη για να δοθεί στους στοχασμούς του,αλλά και το φως εκείνο της σοφίας που πηγάζει από τα ερέβη του θανάτου,χαράζοντας την αιωνιότητα εκτός των ορίων της πλανερής αλήθειας των αισθήσεων.Πολλοί γνώστες της συνήθειας τούτης του Φρίξου,έκαναν αρκετά πρόχειρο συσχετισμό της με τις φιλοσοφικές τάσεις του ποιητή στο έργο του και κύρια με την τακτική επανάληψη κι επιστροφή στο θέμα του θανάτου, υποστηρίζοντας ότι η ροπή εκείνη τον οδήγησε σ’αυτήν την ατμόσφαιρα ή ότι το περιβάλλον εκείνο του υπέβαλε την επιλογή των θεμάτων του,καταλήγοντας πάντως πως κάτω από οποιαδήποτε εξήγηση ,η τάση του Φρίξου ήταν ο  π ε σ σ ι μ ι σ μ ό ς.συμπέρασμα που μερικοί ανεύθυνοι το πρέκτειναν για να δικαιολογήσουν την επίσημη άποψη για το θάνατο του ποιητή (θα μιλήσουμε πιο κάτω γι αυτό).Tίποτα απ’αυτά δεν είναι σωστό.Είπαμε πως για το Φρίξο το νεκροταφείο ήταν ένα καταφύγιο ,ένα άσυλο σιωπής ,ένα απομονωτήριο για την αναγκαία ώρα της μόνωσης που ήταν αλλιώς αδύνατη σ΄ ένα μικρό και κλειστό κοινωνικό χώρο ,σ’ένα πωλύβουο σπίτι μιας πολυάριθμης οικογένειας.Όσο για την φιλοσοφική του τάση προς τον πεσσιμισμό και τη ροπή σε αντίστοιχες θεματικές επιλογές,δεν είναι απαραίτητο να αποδοθεί στην ιδιοσυγκρασία του ποιητή,αλλά πρέπει περισσότερο να αποδοθεί σε εξωγενείς επιδράσεις.κάτω από την ιδιοφυία της δικής του μετάπλασης μπορεί κανείς να διακρίνει την έντονη –όσο και φυσική επιρροή:1)των πνευματικών ρευμάτων του μεσοπολέμου .που κρατούσαν ακόμα,στην επαρχία μάλιστα.Ο καρυωτάκης σφράγισε με την τραγική (μα καθόλου αγχωτική)αποδοχή του αδιεξόδου την ποίηση της εποχής.Απεναντίας,ο σουρρεαλισμός,σαν επαγγελία μιας ονειρικής αποδέσμευσης της αισιοδοξίας,εντρυφεί ακόμα στους κύκλους της πνευματικής ελίτ (της πρωτεύουσας)και είναι τελείως ξένος στο χώρο του Φρίξου.2)της βαθειάς ρομαντικής ουσίας της Βόρειας και κυρίως της γερμανικής ποίησης που ήταν γνωστή στον ποιητή ή από το πρωτότυπο ή από μεταφράσεις (κι ανάμεσά τους οι περίφημες εκείνες του Θεόφιλου Βορέα).Οι Γερμανοί ποιητές,όπως είπαμε κιόλας,τον τράβηξαν  ιδιαίτερα.Ο Γκαίτε, ο Σίλλερ, ο Χάινε,ο Λενάου τον ποτίζουν με το φιλοσοφικό βάρος του στίχου τους και τη λεπτή ποιητική ανάλυση όχι μόνο του εξωτερικού σχήματος αλλά και έ σ ω εικόνας με την αναζήτηση του χαοτικού κι ασύλληπτου,αναζήτηση που τελικά χάνεται τείνοντας προς το άπειρο και γι αυτό σπεύδει εναγώνια να γυρίσει στο –μόνο σωτήριο-φράγμα του Θανάτου,που καταλύοντας οριστικά αποτρέπει αυτήν την αέναη αγωνία,3)της φυσικής ροπής της νεανικής ηλικίας προς τη μελαγχολία,την απόδραση από τη δύναμη της βιολογικής ανάπτυξης,που γεννά την αδημονία της πληρότητηας και τη διαρκή αίσθηση του ανικανοποίητου,την απόδραση προς τη σαγηνευτική ολοκλήρωση του τ έ λ ο υ ς , που δεν μπορεί όμως να αποβάλλει την πικρία για την αδυναμία ενός τέτοιου άλματος.Ας θυμηθούμε καλύτερα το Βέρθερο του Γκάιτε, έργο,που όχι μόνο αναφέρεται σε νέο,μα γράφτηκε και κατά τη νεανική ηλικία του συγγραφέα του. Υπάρχει ακόμα η ,σύμφυτη της νεανικότητας,απογοήτευση μπροστά στη γύρω της πραγματικότητα,που δεν υποτάσσεται στην άμετρη θέλησή της,στις ανειρήνευτες επιθυμίες της,που δεν παραχωρεί διέξοδο στις εκρήξεις της κι αυτό φαίνεται καθαρώτερα στην ερωτική ποίηση των νέων ποιητών και του Φρίξου (η «Αγλαϊα Βαλέφσκα»)είναι χαρακτηριστικό δείγμα). Κι η απογοήτευση παίρνει διαστάσεις απελπισίας όταν οι αντίξοες κοινωνικές συνθήκες περισφίγγουν εχθρικά την αφρούρητη ευαισθησία της νεαρής ποιητικής συνείδησης.Η υπανάπτυξη της επαρχιακής κοινότητας ,η ανεπάρκεια των υλικών μέσων ,το σκοτεινό και δυσοίωνο μέλλον και μαζί με αυτά η γερμανική κατοχή κι ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε, ορθώνονταν απειλητικά γύρω στον ποιητή που,τυλιγμένος στ’ανίσχυρα φτερά του άφηνε το μόνο που του έμενε , το σφυροκόπημε της σκέψης να ισοπεδώσει εκείνα ταα βδελυρά τείχη ,μένοντας αυτός με το στωικό μεγαλείο του ισόβιος αιχμάλωτός τους. Όλα αυτά,η μελαγχολία,η πικρία κι απογοήτευση οδηγούν αναπόφευκτα στην επιλογή των συμβόλων της άρνησης,της φθοράς,του μηδενός κι ανάμεσά τους –κρυφαίου-του συμβόλου του θανάτου 9τάφος)και των παραλλαγών του.Όλα αυτά ήταν απαραίτητα για ναα καταδείξουμε τη σχέση του Φρίξου με το ποιητικό αντικείμενο. Ας προσεχτεί ότι δε  σ υ ν δ ι α λ λ έ γ ε τ α ι μ’ένα προσωποποιημένο θάνατο,ούτε το συνδέει με συγκεκριμένα πρόσωπα,με το χαμό ή τη μνήμη τους καθώς λ.χ.οι εκπρόσωποι του ρομαντισμού του 19ου αιώνα κι ανάμεσά τους της Αθηναϊκής Σχολής. Ο Φρίξος δε συνθέτει ελεγείες αλλά παιάνες σε αδρό ηρωικό τόνο,όπου ο θάνατος κι οι τάφοι έχουν τη σφραγίδα του μεγαλείου σαν ορόσημο και πύλες μιας αέναης κοσμογονικής διαδικασίας ,όπου ο θάνατος δεν είναι μόνο δρεπανηφόρος θεριστής αλλά και σπορέας,όχι μονο καταλύτης αλλά και θεμελιωτής,όπου ο θάνατος είναι η πύλη της Άνοιξης και ο τάφος κολυμπήθρα όπου αναβαπτίζεται η ζωή.Εδώ μπορούμε αμέσως να εντοπίσουμε τις μεγάλες πηγές απ’όπου ο ποιητής άντλησε τούτο το φιλοσοφικό νάμα:ο Ηράκλειτος («ωυτός δε Αίδης και Διόνυσος»)-ίδιος θεός είναι ο Άδης κι ο Διόνυσος-συναφές και με την ανάλυση της τραγικής ουσίας που έγινε πριν η «θάνατος εστίν οκόσα εγερθέντες ορέομεν»),ο  Νίτσε («όπου τάφοι,εκεί κι ανάσταση!»…),ο Γκαίτε («πέθανε και ξαναγεννήσου»).Σ’όλες αυτές τις αναφορές μας πηγαίνουν οι στίχοι του ποιητή:
«κι οι Γολγοθάδες κι οι βωμοί
σωθήκανε,μονάχα γιατί στάθηκαν
και είπανε το Ναι προς τη Ζωή»
(Τραγωδία των Εθνών)
Μπορούμε λοιπόν με σιγουριά να καταλήξουμε πως ο Φρίξος δεν είναι πεσσιμιστής κι ακριβέστερα δεν ανήκει ούτε πρέπει να ενταχθεί στο ρεύμα του ρομαντικού ούτε οποιουδήποτε άλλου πεσσιμισμού.Δεν είναι απαισιόδοξος,ο στίχος του δεν καμπουριάζει κουρασμένος,μελαγχολικός,είναι ευθύς κι αιχμηρός,δε λιμνάζει αρρωστημένος,αλλά ρέει φωτεινός,στο ρυθμό του πάλλει το κλασσικό σφρίγος.Το βλέμα του ποιητή είναι στηλωμένο βαθειά στο μέλλον ,κηρύσσει το θρίαμβο της αιωνιότητας του Κόσμου μέσα ακριβώς από τη φθορά των εφήμερων σχημάτων,είναι αιδιόδοξος παιανίζοντας την ακατάλυτη δύναμη της πορείας του ανθρώπου.Απαισιόδοξα μηνύματα μπορούν ν’αντλήσουν από το έργο του όσοι στέκονται να θρηνολογήσουν μόνο το δικό τους χαμό.ο Φρίξος βρίσκεται πολύ μακρύτερα και το πνεύμα του είναι αισιόδοξο,καθώς το μεγάλο πνεύμα της Τραγωδίας,που οδηγεί μέσα απ’τα ανθρώπινα δεινά στην έξοδο της κάθαρσης.Ειδικότερα  (κι αυτό κυρίως μας ενδιαφέρει ) δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί σαν  π ε ι σ ι θ ά ν α τ ο ς «ηγησιακός»αρνητής που μετράει τη ζωή με τη μεζούρα του θανάτου.
Ένα άλλο σημείο στην ίδια σφαίρα που εξατάζουμε 9θέμα όχι μόνο φιλοσοφικής αλλλά και γενικότερα ιδεολογικής τοποθέτησης)για να ολοκληρωθεί αλλά και να φωτιστεί τέλεια: είναι ή όχι ο Φρίξος Σταυρόπουλος  μ ε τ α φ υ σ ι κ ό ς; Για την αρνητική απάντηση που ανεπιφύλακτα δίνουμε,δε θα αρκεστούμε στην πολυποίκιλα κι αταλάντευτα εκφρασμένη από τον ίδιο τον ποιητή θέση του,θέση που πάρθηκε τόσο σε άπειρες συζητήσεις του γύρω από φιλοσοφικά προβλήματακαι τη σταθερή του στάση στις εκδηλώσεις της καθημερινής ζωής και περισσότερο της επίσημης θρησκευτικής πρακτικής,στάση όχι μόνο κριτική αλλά απροκάλυπτα απορριπτική.Και είναι αυτές –η θέση και η στάση του-έτσι τοποθετημένες μέσα σ’ένα κοινωνικό πλαίσιο βαθιά σκοταδιστικό στην πλειοψηφία του,είναι αμάχητο τεκμήριο ότι ο πνευματικός προσανατολισμός του ήταν αντιδιαμετρικά αντίθετος από το χώρο της μεταφυσικής.Τον ίδιο τούτο προασανατολισμό μπορεί κανείς εύκολα να διακρίνει και μ΄σα στα γραπτά του (στοχασμοί: «Ιδέες και Εμπνεύσεις»)κι όχι λιγότερο και στα ποιητικά του κείμενα,απ’τα οποία θα μπορούσε κανείς πολλά αποσπάσματα να επικαλεστεί όπως
«…Ναι!Εν ονόματι ακόμη
της θείας Πραγματικότητας
που γύρω μας πεθαίνει απαρηγόρητη
από των φιλοσόφων τη μανία
ας ορκισθούμε πως πιστεύουμε
μονάχα σ’ό,τι είν’χειροπιαστό…»
(Τραγωδία ενός Τιτάνος)
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Φρίξος Σταυρόπουλος βρίσκεται στο στέρεο έδαφος του υ λ ι σ μ ο ύ και δεν ουρανοβατεί στην ομίχλη του μεταφυσικού ιδεαλισμού.πέρα όμως από τούτη την καθαρά ιδεολογική τοποθέτηση (ή καλύτερα κοσμοθεωρική επιλογή)ο ποιητής δεν αντιμετωπίζει το θάνατο (την ιδέα του Θανάτου,στη συχνή-καθώς είπαμε-χρήση της στην ποίησή του)με το δέος της υπαρξιακής αγωνίας (που είναι μια άλλη έκφραση της μεταφυσικής).Δεν τρέμει το δικό του χαμό,δε σιάζεται το γενικό αφανισμό,δεν άγχεται από τη σύλληψη της ανυπαρξίας.Δεν καταθέτει ,ανίσχυρος,τα όπλα μπρος στον παντοκράτορα Θάνατο,καταφεύγοντας σαν τους θεολόγους σε μια εθελοτυφλική περιφρόνηση της ύπαρξης,κυρύσσοντας σαν αυτούς την πανικόβλητη ενοχή της συνείδησης σαν αντίρροπο κι υποβιβάζοντας έτσι το άτομο σε ταπεινό περίβλημα της «ψυχής»,ουτε καταφεύγοντας σαν τους υπαρξιστές σε μια υπερογκωμένη οπτική της ύπαρξης ,κηρύσσοντας  σαν αυτούς την ακατάσχετη ελαστικότητα της συνείδησης σαν αντίρροπο κι ανακηρύσσοντας έτσι το άτομο ισότιμο του σύμπαντος.Ο Φρίξος (κι αυτό είναι το σπουδαιότερο)είναι άρτια κι ολοκληρωτικά  κ λ α σ σ ι κ ό ς  (ακόμα και με την ακαδημαϊκή χρήση του όρου),βαθειά ριζωμένος στο αρχαιοελληνικό πνεύμα.και την ουσία του κλασσικισμού αποτελεί ακριβώς η α ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ή αίσθηση της ζωής και του κόσμου.Σύμφωνα με αυτήν ο θάνατος αντιμετωπίζεται σα φυσικό φαινόμενο,σαν ένα λειτουργικό μάλιστα φαινόμενο τηςζωής ,ακριβώς όπως η γέννηση.πίσω και από τη χαρά και από τη λύπη βρίσκει κανείς την ίδια ψυχική α τ α ρ α ξ ί α.Ο θάνατος στην «Άλκηστη»του Ευριπίδη ή στο επιτύμβιο της Ηγησσώς είναι τόσο αποδεχτός, φωτίζεται τόσο από τη ζωή που γίνεται ένα μαζί της κι αυτή η μορφή της                    θ ν η σ κ ο ύ σ η ς ζωής και του ζ ώ ν τ ο ς θανάτου περνάει στην Τέχνη.εδώ ο θάνατος δεν έχει τίποτα το τρομακτικό,το υπέρμετρο.Μπορεί νάναι ένας απλός βαρκάρης όπως τον παράδωσε κι η ίδια η μυθολογία των ανθρώπων του κλασσικισμού.Τέτοια βρίσκουμε την ιδέα του θανάτου στο Φρίξο καθώς τη βρίσκουμε και στον Κάλβο,χωρίς καμιά απολύτως μεταφυσική διάσταση.Είπαμε όμως πως ο Φρίξος επηρεάστηκε έντονα από την ευρωπαϊκή και ιδιαίτερα τη γερμανική  ποίηση,όπου το κλασσσικό στοιχείο συνυπάρχει με το ρομαντικό και το τελευταίο προσεγγίζει περισσότερο υποκειμενικά το θάνατο.Όμως αυτή η επιρροή φτάνει μόνο μέχρι μια πληθορικότερη ίσως εισβολή των στοιχείων Θάνατος-Τάφος και δεν πάει παραπέρα.Ο Φρίξος δεν είναι καν τόσο μ υ σ τ ι κ ι σ τ ή ς ,όσο αναπόφευκτα θα ήταν ένας έστω κι ελάχιστα επηρεασμένος από το ρομαντισμό ή όσο είναι –αν θέλετε-οποιοσδήποτε ποιητής κι ο πιο ζωτικόδοξος ακόμα.Δε στρέφεται καθόλου προς τον ομιχλώδη χώρο της συνείδησης,δε σκύβει μέσα του ανιχνεύοντας τους δαιδαλώδεις δρόμους του εσωτερικού του κόσμου.Κοιτάζει  έ ξ ω και                 μ α κ ρ υ ά του,πέρα από το χώρο και το χρόνο ακόμα,δε βλέπει  «δι εσόπτρου εν αινίγματι»καθώς ο Παύλος.αλλά την ουσία των πραγμάτων άμεσα,καθαρά,χωρίς αυταπάτες,χωρίς συναισθηματικές αλλοιώσεις,χωρίς εγωιστικές παραμορφώσεις.ακόμα κι η (περιορισμένη δυστυχώς)ερωτική του ποίηση ,η απόλυτα προσωπική,βγαίνει (καθώς στην αρζχή σημειώσαμε)από τα πλαίσια ενός ατομικού οραματισμού,ο έρωτάς του γίνεται συμπαντικός και καθολικός Έρωτας,η Αγαπημένη του καθρεφτίζεται μες σ’όλα τα υπέροχα ινδάλματα της ιστορίας,αυτός ο ίδιος ενώνει τις ανθρώπινες διαστάσεις του πάθους του με τον πληθωρικό δυναμισμό της φύσης ολόκληρης.
     Καταλήξαμε πριν πως ο Φρίξος Σταυρόπουλος δεν είναι πεσσιμιστής.θα’πρεπε να δούμε ένα ακόμα ζήτημα:είναι ή όχι μ η δ ε ν ι σ τ ή ς; Είναι αλήθεια πως ένα πρόχειρο κοίταγμα των κειμένων του δίνει αυτή την εντύπωση.Ας πάρουμε λ.χ.τους στίχους:
«γιατί αν θα σκύψουμε στο βάθος μας
θα ιδούμε το Μηδέν να μας καγχάζει»
ή «εν ονόματι μιας παντοτινής
κι αμετακίνητης Αλήθειας,
της Αλήθειας, ωιμέ, του Μηδενός»
(Τραγωδία των Εθνών)
και πολοούς ακόμα στο ίδιο μοτίβο.Όμως μια προσεκτική και βαθύτερη παρατήρηση θα οδηγούσε στο αντίθετο συμπέρασμα.’Οχι μόνο γιατί  ο Φρίξος αυτές κι άλλες παρόμοιες σκέψεις τοποθετεί συνήθως στην πλευρά του αντίλογου,ενός αντίλογου εμπεριεχόμενου αδιάσπαστα στο μονόλογο,καθώς αναλύσαμε πιν,κυρίως στις «Τραγωδίες»(με μια τεχνική κάπως ακατέργαστηπου πολλές φορές μπερδεύει),μα πιότερο γιατί σ’όλο το έργο του εμπνέεται και δονείται με πάθος από τις μεγάλες αξίες της Ζωής και της Τέχνης,που σ’αυτές,σα σε βαθμίδες μαρμάρινες αρχαίου ναού,ανεβαίνει για το μεγάλο του προσκύνημα στην Τελειότητα ,για την ύψιστη σπονδή που δεν μπόρεσε  να τελέσει.Γιά το Φρίξο δε θα μπορούσε κανείς να γράψει κείνο που αυτός έγραψε για τους μηδενιστές:
«επέρασαν φιλόσοφοι πολλοί
απάνω από τη Γη μας,φοβερίζοντας
πως το Μηδέν θα θριαμβεύσει
και όμως,μέσα στην αφάνεια
χάθηκαν τα μοιραία ονόματά τους»
(Τραγωδία των Εθνών)
Για να κλείσουμε αυτή τη γενική θεώρηση του έργου του Φρίξου Σταυρόπουλου,σε συνάρτηση με τις διαστάσεις της πνευματικής και ψυχικής προσωπικότητας του ποιητή ,αλλά και για να επισφραγίσουμε τι θετικότερο στοιχείο της που ανατρέπει όσες επιφυλάξεις (διατυπωμένες κατά καιρούς για το έργο του)εκτέθηκαν,φτάνουμε στο κύριο και ουσιαστικότερο χαρακτηριστικό της ποίησής του:τον η ρ ω ι σ μ ό . ένα βαθύ,ασυγκράτητο,ακατάβλητο,αλλά και ασυμβίβαστο ηρωισμό που πηγάζει στην ιδιοσθγκρασία,στην ενδιάθετη ποιητική ροπή προς το μεγαλειώδες, το συμπαντικό, στον άτρομο ενθουσιασμό για τη σύγκρουση με τους τιτανικούς καταλυτές της ιστορίας και της φύσης,έναν ηρωισμό που πηγάζει στη μαχητική έξαρση για το νικητήριο καλπασμό που οδηγεί τολμηρά στα υψηλά πεδία της σκέψης,που ρίχνοντας την καλύπτρα της ακίνδυνης ακλλιλογίας και του συνθηκολόγου σκεπτικισμού βγαίνει καταπρόσωπο στον κεραυνό σαν τη νιτσεϊκή κορυφή,αιχμηρή σαν αποκάλυψη και αληθινή ως το κόκκαλο σαν το φως του μεσημεριού,της σκέψης,που αψηφώντας ακόμα τους κανόνες της αρμονίας,βγαίνει από τα όρια της αυστηρής φόρμας του στίχου σ’ένα χείμαρρο ασυγκράτητο που παρασέρνει το θέμα του κι αυτόν μαζί τον ίδιο τον ποιητή,αλλά κι ένα ηρωισμό που,ακόμα ,πηγάζει και στην υψηλόφρονη στάση του απέναντι στην εποχή του,την αγέρωχη υπερηφάνεια του μπρος στους ευτελείς και ποταπούς κάθε λογής δυνάστες του καιρού του,που την εκφράζει καταφεύγοντας βέβαια υποχρεωτικά στην παραβολή,καθώς
«τι καρτεράς,σ’αυτή την άγρια εποχή
που την πατάνε οι Ρωμαίοι;»
(Τραγωδία των Εθνών)
Είπαμε πως τα λίγα ώριμα χρόνια του Φρίξου Σταυρόπουλου(1940-1946),είναι χρόνια ταραγμένα, και δύσκολα,που τα σκεπάζει βαρειά η γερμανική κατοχή πρώτα κι ύστερα ο φασισμός των δοσίλογων,ο βανδαλισμός των αφρόνων,οι μαυ΄ρες μέρες της τρομοκρατίας.Απέναντι σ’όλη αυτή την τερατωδία ο Φρίξος ύψωσε το ανάστημά του,αλλά κυρίως τη φωνή του.Όσο κι αν ήταν μια φωνή,ακόμα και στεντόρεια φωνή,ανεπαρκής μπροστά σε κείνη την κουφή μισαλλοδοξία,ήταν όμως μαστίγιο που χάραζε πάνω στ’ανέκφραστα παγωμένα πρόσωπα την πορφυρή προφητεία του χαμού τους,που σφύριζε στο ρυθμό του κατοπινού αγέρα που έμελλε να σαρώσει τ’αχυρένια σκιάχτρα τους.Ο Φρίξος στέκεται ακλόνητος,αποφασισμένος και συνειδητός ,ισορροπώντας τη νεανική μέθη του ενθουσιασμού του με την ώριμη διαύγεια του οραματισμού του.’όπως στην ποίησή του το ίδιο και στην καθημερινή ζωή,με γλώσσα φλογερή αλλά και μειλίχια στέκεται στην κορυφή της ανθρώπινης αξιοπ΄ρεπειας όπου ανεβάζει τις αξίες που γύρω του προπηλακίζονταν.Πολλοί θυμούνται ένα μακρύ λόγο του αυτοσχεδιασμένο,για την έννοια της Ελευθερίας,που απάγγειλε (κυριολεκτικά)σε μια παλα»ική συγκέντρωση στην εκκλησία του Λεχαίου.Προκαλούσε δέος,καθώς λένε,το ασυγκράτητο πάθος ,η ανεξάντλητη εφευρηματικότηττα,η σαφήνεια κι ο φοβερός ειρμός του και θεωρούν απώλεια ότι δε σώθηκαν αυτό κι άλλα κείμενα λόγων του .λόγων που πολλές φορές οδήγησαν σε ανοιχτή του σύγκρουση με την εξουσία κι αναπόφευκτα (παρ’ότι γλύτωσε μερικές φορές χάρη στη «νομιμοφροσύνη»της οικογένειάς του)θα έστρεφαν επάνω του τα πυρά της,πράγμα που δεν μπορεί βέβαια να είναι άσχετο με το θάνατό του,καθώς θα δούμε παρακάτω.Βέβαια ο νεαρός ακόμα Φρίξος (17 χρόνων το 1942)δεν μπορούσε να βρεθεί και στις ένοπλες γραμμές της Αντίστασης.Όμως και κει,στα μετόπισθεν,η προσφορά του ήταν εξίσου μεγάλη.
Αυτός λοιπόν ο ηρωισμός ξεχύνεται στην ποίησή του,φτερώνοντας το βαθύ στοχασμό του.Αψηφώντας το άλγος της φθοράς και το ρίγος του θανάτου ,με τη στωική σιγουριά της μοίρας του α τ έ λ ε ι ω τ ο υ Τέλους μπήγει τα σπιρούνια του βαθειά στην κοιλιά του Πηγάσσου καλπάζοντας ίσα με ορθάνοιχτα μάτια προς τη φοβερή κι ακατάλυτη Αλήθεια.Νοιώθει κιόλας ο ίδιος ότι ανέβηκε τόσο ψηλά στις σφαίρες της Ποίησης που τις ξεπέρασε,πως βράθηκε στην οικουμενική της πεμπτουσία,που η ίδια είναι ανίσχυρη να εκφράσει και μετουσιώθηκε σε συμπαντικό Ήρωα που μέσα του έσμιξαν πια αξεχώριστα ο ποιητής,η Ποίηση κι η Πράξη,ώστε να πει στο «Λόγο ενός σύγχρονου ήρωα»(αφιερωμένο Στο Μπετόβεν-την ηρωικότερη ψυχή της ανθρωπότητας).
«Δεν εγεννήθηκα εγώ ποιητής.
Η κεφαλή μου είν’ ο ένδοξος Όλυμπος
η αγνή μου καρδιά είαν’ ο Βόλγας ο μέγας
και το κορμί μου,που εσείς το πατάτε,
η σφαίρα είναι της άναρχης Γης».
Ο Φρίξος τέλειωσε το γυμνάσιο της Κορίνθου,όπου- πολλά χρόνια μετά –έμενε στους καθηγητές και συμμαθητές του,η εντύπωση της λαμπρής του διάνοιας.Ανάμεσα σ’αυτούς τους καθηγητές ο αείμνηστος Μπέτσος,ο περίφημος φιλόλογος και σπουδαίος ανθρωπιστής,τόσο κυνηγημένος και προπηλακισμένος για την αριστερή ιδεολογία του,έδειχνε όχι μόνο την αμέριστη αγάπη του,αλλά και το θαυμασμό του στον ποιητή και ζητούσε απ’αυτόν-όταν μιλούσε-ν’ανεβαίνει όρθιος στο θρανίο,καθώς διηγούνται συμμαθητές του.Μετά το Γυμνάσιο έδωσε εξετάσεις με επιτυχία στη Νομική Σχολή της Αθήνας.δεν μπορούσε όμως να συνεχίσει τις σπουδές του,γιατί το Πανεπιστήμιο κλείνει με τα Δεκεμβριανά κι ο Φρίξος γυρίζει στο Λέχαιο.Εκεί συνεχίζει να γράφει ,τότε συνθέτει το τέταρτο (τελευταίο)σχεδίασμα του «Αβεσσαλώμ»και την «Επταλογία των Αιώνων».οι πολιτικές συνθήκες ρευστές,ο σκοταδισμός ,η αντίδραση κυριαρχού,ησκιά του φασισμού πέφτει βαρύτερη στην ξέσκεπη επαρχία.Το Λέχαιο,χωριό με δημοκρατική παράδοση ποφέρει περισσότερο από τους διωγμούς των αγωνιστών της Αντίστασης,αλλά κυρίως από την αστυνόμευση της καθημερινής ζωής.Ο Φρίξος πάντοτε αγνός,νεαρός ακόμα,δε συνειδητοποιεί τον κίνδυνο ή αρνείται να υποταχτεί στην αναγκαία σιωπή.Πηγαίος κι αυθόρμητος ,στηλιτεύει την αδικία όπου τη συναντήσει ,ξεδιπλώνει το φραγγέλιότου ακράτητα.κι αυτό χωρίς πάθος,χωρίς φανατισμό ή τυφλή προκατάληψη,χωρίς καν προσωπική ένταξη στις ορδές των διωκομένων.Είναι των μεγάλων πνευμάτων γνώρισμα να υψώνονται πάνω από την Ιστορία,να μη σκύβουν γονυκλινείς στο πέρασμά της.Όσοι βρίσκονται κοντά στον ποιητή τον συμβουλεύουν «να κρατά το στόμα του κλειστό».Εύκολη συμβουλή των ταπεινών,των προσκυνημένων.Αλλά,με΄σα από ανοιχτά στόματα ξεπηδά η φλόγα της Ιστορίας,το ίδιο υο Μέλλον κι αυτών που σωπαίνουν.κι ο Φρίξος δε σταμάτησε να μιλάει…Το Μάρτη του 1946,μετά την έναρξη του εμφύλιου,ο ποιητής κατατάσσεται στο στρατό ,σαν εθελοντής.Μένουν άγνωστα τα κίνητρα αυτής της απόφασης,που πάρθηκε κάτω από συνθήκες όχι ομαλές.Ίσως –παρακινημένος από την αφέλεια της ηλικίας του-να μη συσχέτισε (αντίφαση προς την οξύνειά του)τους κινδύνους που αόρατοι τον κύκλωναν και να θέλησε ο ίδιος να τελειώνει με αυτό το σκόπελο για να ριχτεί μετά απερίσπαστος στις σπουδές του.Αυτή η άποψη μπορεί να βασιστεί και σε ένα γράμμα του (το τελευταίο γραπτό του κείμενο )που έστειλε στην οικογένειά του τις πρώτες μέρες της βασικής εκπαίδευσης.Ξημερώνοντας η 14 του Μάρτη 1946,μπροστά σ’ένα από τα κτίρια θαλάμων νεοσύλλεκτων του στρατοπέδου Κορίνθου,βρέθηκε το πτώμα του Φρίξου Σταυρόπουλου,που βιαστικά παραδόθηκε στην οικογένειά του και θάφτηκε στο κοιμητήριο του Λεχαίου,χωρίς άλλες διαδικασίες.Η επίσημη αιτιολογία του θανάτου που ανακοινώθηκε ήταν: «αυτοκτονία»,χωρίς πρόσθετες εξηγήσεις.το γεγονός άφησε τους πάντες εμβρόντητους.Κανείς,ούτε από το στενό ούτε από το ευρύτερο κύκλο του ποιητή,δεν πείστηκε από την αιτιολογία αυτή,αλλά και κανείς δεν τόλμησε τότε κι αργότερα ακόμα (γιατί ελάχιστα καλυτέρεψαν οι συνθήκες μέχρι το 1974),να την αμφισβητήσει δημόσια.Η ίδια η κοινή γνώμη απ΄την πρώτη στιγμή ψιθύρισε κρυφά την ατράνταχτη –αλλά δυστυχώς αναπόδεικτη-αλήθεια:ότι ο φρίξος είχε άνανδρα δολοφονηθεί από άγνωστα όργανα των δυνάμεων της ανωμαλίας.Οι συνθήκες του απαίσιου εγκλήματος ίσως μείνουν για πάντα άγνωστες κι οι αυτουργοί αφανείς,αλλά στα 36 χρόνια που πέρασαν ,κάποιες εκμυστηρεύσεις ανθρώπων που βρέθηκαν κοντά στο γεγονός και – κατά καιρούς –ελλειπείς αναφορές και υπαινιγμοί άλλων,έδωσαν τα ελάχιστα στοιχεία που μπορούν να αποτελέσουν κάποια βάση για να θεμελιωθεί η άποψη της πολιτικής δολοφονίας,αλλά κυρίως θα μπορούσαν ν’αποτελέσουν την αφετηρία μιας έρευνας,για νάρθει στο φως ολόκληρη η αλήθεια!Όχι βέβαια για να ζητηθούν και να τιμωρηθούν (αν ζουν)οι ένοχοι αφού ο μανδύας της παραγραφής σκέπασε από νομική άποψη εδώ και 16 χρόνια την πράξη τους,αν κι από ηθική άποψη στους αιώνες θα βοά το αίμα του αθώου,του τόσο ανεξίκακα αθώου που καμιά δε θα ζητούσε εκδίκηση,παρά μόνο αποκατάσταση. Αποκατάσταση που δεν πρόκειται βέβαια,ούτε θετικά ούτε αρνητικά να αλλοιώσει το ποιητικό  κύρος του Καρυωτάκη ή του Νερβάλ κ.α., αλλά που θα αφαιρέσει απ’ατο μέτωπό του τη σκιά του παθητικού αυτόχειρα και θα προσθέσει το φωτοστέφανο του ηρωικού μ ά ρ τ υ ρ α. Κι αυτή η ιστορική αποκατάσταση είναι χρέος όλων μας και πρέπει –πάση θυσία-να γίνει. Σαν ελάχιστη εκπλήρωση αυτού του χρέους,θα επιχειρήσουμε (όσο γίνεται στο πλαίσιο αυτής της Εισαγωγής, που δεν είναι ανακριτική έκθεση)μια θεώρηση με αίσθημα δικαιοσύνης κι απόλυτα αντικειμενική.Ο φρίξος αυτοκτόνησε ή δολοφονήθηκε;Η εκδοχή της αυτοκτονίας μπορεί να επικαλεστεί τα επιχειρήματα:πρώτον ότι ο θάνατός του συνέβη σε δημόσιο χώρο και κάποιος θα είχε αντιληφθεί οποιαδήποτε εγκληματική κίνηση.Δεύτερο ότι δεν υπάρχει πρόσωπο ή πρόσωπα που να είχαν άμεσο λόγο να θέλουν το θάνατό του κι ανα πάλι ενήργησαν κατόπιν εντολής δε θα διάλεγαν αυτόν τον τρόπο ,ίσως και εκείνο τον τόπο.Τρίτιο ότι η φαινομενική (αναφερθήκαμε πιο πάνω σ’αυτήν)μελαγχολία του ποιητή,η εσωστρέφεια που έχει κάθε ποιητής και μάλιστα σε νεαρή ηλικία,μελαγχολική διάθεση ενισχυμένη μάλιστα από το βαρύ κλίμα του στρατοπέδου τις μέρες εκείνες και την αίσθηση εγκλωβισμού ,δεν είναι απίθανο να συσκοτίσει τη λογική συμπεριφορά ενός υπερευαίσθητου ατόμου.Να δούμε αν θα μπορούσε να σταθεί αυτή η εκδοχή ,αν τα επιχειρήματά της θα άντεχαν μπροστά στα ελάχιστα γνωστά μας στοιχεία.Μαρτυρίες επίσημες δεν υπάρχουν (ίσως θα μπορούσαν να βρεθούν από αυτούς που στρατωνίζονταν στον ίδιο θάλαμο με το νεκρό τη νύχτα εκείνη),παρά ευκαιριακές εξομολογήσεις: ενός αξιωματικού 9απόστρατου τώρα,Καρατζαφέρης νομίζω τ’ όνομά του)σ΄ένα συντοπίτη και συμμαθητή του ποιητή,ότι τον καίει (τον βασανίζει)το μυστικό του θανάτου του.κάποιου που βρέθηκε στρατιώτης λίγους μήνες μετά στο ίδιο στρατόπεδο και αποκάλυψε στην αδερφή του ποιητή ότι τη μοιραία νύχτα άδειασαν (ποιοί;)το θάλαμο απ’ όλους ,κρατώντας μόνο το Φρίξο μέσα κι αργότερα στον αδερφό του ποιητή συμπλήρωσε ότι κάποιος επιλοχίας (ανάφερε και τα΄’ονομά του)του διηγήθηκε τα παραπάνω και πρόσθετα ότι ο Φρίξος βασανιζόμενος μέσα στο θάλαμο,έκανε ένα άλμα απελπισίας από το παράθυρο.Εκμυστήρευση αόριστη και μεταγενέστερη ενός μέλους της οργάνωσης «Χι»στον πατέρα του ποιητή ότι «αυτός δε συμφώνησε σε ό,τι έγινε».Ακόμα υπήρξε η αμφίβολη πληροφορία ότι ο θαλαμοφύλακας υπηρεσίας τρελλάθηκε αργότερα κι ύστερα πέθανε στο νοσοκομείο.ας δούμε όμως τα πράγματα με τη σειρά τους: Ο Φρίξος βρέθηκε νεκρός κάτω από το παράθυρο του θαλάμου του.παραδίνεται το πτώμα του με την ανακοίνωση ότι «αυτοκτόνησε».Δε γίνεται επίσημη νεκροψία και δε συντάσσεται καμία σχετική έκθεση.το κυριότερο,δε διενεργείται η τυπικά απαραίτητη ένορκη προανάκριση, δε σχηματίζεται καν φάκελλος (στα μητρώα του στρατολογικού γραφείου Κορίνθου,στη μερίδα 2931 εκτός από τη σημείωση «απεβίωσεν αυτοκτονήσας»δεν υπάρχει κανένας αριθμός διαβιβαστικού δικογραφίας εγγράφου,καθώς σε κάθε άλλη παρόμοια περίπτωση).Φιλκό πρόσωπο των οικείων του που απευθύνθηκε αργότερα στην αρμόδια υπηρεσία δε βρήκε το παραμικρό έγγραφο.Γιατί;Aπ’την άλλη μεριά στο πτώμα δε βρέθηκαν απ’το γιατρό του χωριού κακώσεις εκτός από ένα ίχνος ισχυρού χτυπήματος στον αυχένα.Αφού μόνο δυνατός τρόπος αυτοκτονίας ήταν η πτώση θα’πρεπε να υπάρξουν κατάγματα και κυρίως συντριβή κρανιακών οστών για να προκληθεί θάνατος. Κι αν ακόμα ο θάνατος  προήλθε από κάταγμα της αυχενικής χώρας κάτω απ’το βάρος του σώματος,θα’πρεπε πάλι πρώτα να υποστεί κτύπημα το κρανίο ,να υπάρχουν έστω και σ’αυτό κακώσεις εξωτερικές.Κάτω απ’αυτά τα δεδομένα η αιτιολογία του θανάτου από πτώση  (όχι μόνο σαν αυτοκτονία ,αλλά ακόμα και σαν «εκπαραθύρωση» –αρκετά εφαρμοσμένη μέθοδος σκηνοθετημένης «αυτοκτονίας»σε σκοτεινές περιόδους)είναι τόσο γελοία που κανείς ιατροδικαστής (ακόμα κι από αυτούς που κατά καιρούς έχουν υπογράψει πλαστε΄ς)δε θα υπέγραφε τη σχετική έκθεση,γι’αυτό και καμία ΄κεθσεη δε συντάχθηκε.πρέπει λοιπόν να αποκλείσουμε την πτώση από το παράθυρο κι αφού άλλος τρόπος αυτοκτονίας δε χωρεί στην προκείμενη περίπτωση ,πρέπει αναγκαστικά να αποκλείσουμε εντελώς και την εκδοχή της αυτοκτονίας γενικά.Ακόμα πρέπει να προσθέσουμε ότι ο ποιητής όχι μόνο λόγο τέτοιου διαβήματος δεν είχε ,αλλά ούτε κι οο καταθλιπτικός χώρος του στρατοπέδου θα έστρεφε τη ψυχική του διάθεση προς την αυτοκτονία ,γιατί καθω΄ς είπωμε πηγε εθελοντής κι όχι γιατί άμεσα υποχρεώθηκε.θα’πρεπε μάλιστα να τονίσουμε ότι επειδή υπήρξαν εκείνες τις πρώτες μέρες προβλήματα που έκαναν αμφίβολη την τελική παραμονή του στο στρατό,ο ποιητής παρακάλεσε τους οικείους του να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσον για να παραμείνει  («μια και άρχισε κάτι,είμαι υποχρεωμένος να το τελειώσω»,γράφει στο στερνό του γράμμα που αναφέραμε),όπως κι έγινε.Αν το κλίμα που συνάντησε είχε μεταστρέψει την αρχική του απόφαση,έχοντας την ευχέρεια να ξεφύγει,δε θα το΄κανε;άλλωστε σε αυτό το τελευταίο γράμμα (πέντε μέρες πριν πεθάνει)διαπιστώνουμε ευεξία και διάθεση χιούμορ.Όλα αυτά είναι αρκετά νομίζουμε για να χάσει κάθε έδαφος η εκδοχή της αυτοκτονίας.Ο Φρίξος δολοφονήθηκε λοιπόν.Από ποιους και γιατί; Εχθρούς για προσωπικούς λόγους δεν είχε.είχε όμως εχθρούς η πνευματική του ακτινοβολία, η ρηξικεέλευθη κι επαναστατική,καθώς η , δια στόματος Γαλλίας (στην « Τραγωδία των Εθνών»),στεντόρεια και φοβερή κραυγή του
«είμαι το χίλια εφτακόσια ογδόντα εννιά».
Κι οι σκοτεινοί άνθρωποι φοβούνται το φως και το εξοντώνουν όταν μπορέσουν.Οι γνωστές παρακρατικές φασιστικές οργανώσεις της εποχής φαίνεται ότι είχαν από καιρό προγράψει τον ποιητή,αλλά δεν τόλμησαν χωρίς κατάλληλες συνθήκες να βάλουν σ’εφαρμογή το σχέδιό τους.Ο εγκλωβισμός του Φρίξου στο στρατόπεδο.όπου σαν πρόβατο επί σφαγήν πήγε,τους άνοιγε το δρόμο και δεν περίμεναν πολλές μέρες.Είπωμς οργανώσεις,επειδή γι’αυτό το ανοσιούργημαδε θα’φτανε η βδελυρή πρωτοβουλία ενός ατόμου κι αν ακόμα κάποιος ή μερικοί (από τα παρακλαδια του χωριού του βέβαια)τα’αποφάσισαν ή το εισηγήθηκαν,θα χρειαζόταν μακρύτεος πλόκαμος για την εκτέλεση.Πρέπει να παραδεχτούμε ότι η στρατιωτική διοίκηση δεν πρέπει να είχε άμεση ανάμειξη αλλά μονό να συγκάλυψε το έγκλημα.Και τούτο γιατί στα χρόνια του εμφύλιου ήταν εύκολο για την επίσημη μηχανή να εξοντώσει κάποιον με άλλο σοβαρότερο τρόπο,με φανερή ή και κρυφή διαδικασία κι όχι με ένα χονδροειδές κι ασυγκάλυπτο εγχείρημα που θα την εξέθετε.την εκτέλεση λοιπόν θα πρέπει να ανέλαβαν άνθρωποι των οργανώσεων που ή δρούσαν μόνιμα στο στρατόπεδο ή πήγαν με εντολή.Πώς εδρασαν είναι εύκολο να καταλάβει κανείς: Με τη βοήθεια κάποιων στρατιωτικών τους στελεχών τους απομόνωσαν, μες στη μαρτιάτικη νύχτα στα μουλωχτά,το Φρίξο και τον σκότωσαν.Με ποιο τρόπο;χτυπωντας τον αιφνιδιαστικά ή ακινητοποιημένο,στο σβέρκο με βαρύ όργανο,το πιθανότερο κοντάκι όπλου.Έτσι εξηγείται ότι δεν ακούστηκαν φωνές,καμια μαρτυρία σαφής γύρω στο γεγονός δε φανερώθηκε τόσα χρόνια τώρα από τόσους τρόφιμους του ίδιου θαλάμου ή άλλους στρατιώτες ,που στην πλειοψηφία τους δε θα είχαν λόγο να συμμετέχουν στη συγκάλυψη.Όσον αφορά τα πρόσωπα των αυτουργών,δυστυχώς για την εποχή εκείνη (αν όχι και για κάθε εποχή),δε θα δυσκολεύτηκαν οι εκτελεστές να βρουν δήμιους που θα κατάφεραν το φοβερό χτύπημα,ειδεχθή κακούργα όντα ή ευτελή θύματα του φανατισμού και της πλύσης εγκεφάλου ,άγνωστους βέβαια στο θύμα,όπως συνήθως γινόταν.Αυτο΄΄ι θα μείνουν-κατά πάσα πιθανότητα-άγνωστοι για πάντα.Ας αναπαύονται ήσυχοιστην πηχτή πίσσσα των τύψεων ,για το μακάριο αίμα που έχυσαν.Τα δάχτυλα της Νέμεσσης δε θα ψαχουλέψουνε το βόρβορό τους.
Δε ξέρω αν την μαρτιάτικη εκείνη νύχτα τα’αστέρια τρεμόπαιζαν στον κορινθιακό ουρανό ή σύννεφα βαρια είζχαν ζυγώσει τα κεφάλια τους να κρύψουν την ανόσια πράξη ή αν ένα τυφλό φεγγάρι έσταζε απ’το παγωμένο στόμα του άσπρο φαρμάκι πάνω στα ζοφερά κτίρια του στρατοπέδου,όπου ανάμεσα σ’εκατοντάδες μουγγά στόματα,ένα στόμα ολάνοιχτο σαν ήλιος ανοιξιάτικου πρωινού,βουβάθηκε για πάντα,παραδίνοντας στο αίσχος την ανθρώπινη αξιοπρέπεια,την ανθρώπινη δικαιοσύνη,την ανθρώπινη συνείδηση.Εκείνη τη μαρτιάτικη νύχτα σηκώθηκε μια αδυσώπητη χλωμή μορφή και στέκει από τότε παγωμένη στο αγιάζι της αιώνιας νύχτας,περιφέροντας το άγριο βλέμμα της σε κάθε ανομολόγητο έργος της ανθρώπινης αγριότητας,σε κάθε αδερφό που προν ή ύστερα από τον ποιητή,γονάτισε στο χτήπημα της ωμής βίας,που μάχεται τη θεϊκή σκέψη.Αλλά τι να πει κανείς:Δεν ήταν άστοχος ο παραλληλισμός που έκανε ο Κορίνθιος ποιητής Παντελής Τρωγάδης σ’ένα γράμμα του στο θέμη Ι.Σπηλιόπουλο,παραλληλισμός της μοίρας του Φρίξου και του μεγάλου ισπανού ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα,που τουφεκίστηκε άδικα,νέος κι αυτός απ’τους φασίστες στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο.Τι να πει κανείς!Δε μένει παρά να επαναλάβουμε τον πικρό στίχο του Εγγονόπουλου
«μα επι τέλους!πια ο καθείς γνωρίζει
πως
από καιρό τώρα
-και προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα-
είθισται
να δολοφονούν
τους ποιητάς»
Τα μακρυνά βουνά της Κορινθίας ατενίζουν σιωπηλά τα κύματα του αγριεμένου κόλπου που ορθώνονται αλυχτώντας και γυρεύουν το μαύρο βλέμμα του Φρίξου,κάθω΄ς κάποτε διαβαινε δίπλα τους,χαράζοντας τη σκοτεινή του μοίρα,καθώς διάβαινε ολύμπιος μαζί και Πλουτώνειος αποκρυπτογραφώντας με τη σύντομη αστραπή της ζωής του απ΄’τα εράβη του θανάτου την αιωνιότητα του Πνεύματος.κι όσοι ακόμα μπορούν και βλέπουν τα ίχνη εκείνου του βλέμματος,σκούρες κηλίδες ανεξάλειπτες στο φωτεινό χιτώνα του κορινθιακού ήλιου,ξέρουν ότι ωριμάζουν οι σπόροι του άγουρου καρπού του θανάτου,ξέρουν την πληρωμή των δημίων,ξέρουν την παχύσαρκη αδιαφορία της αγονης εποχής μας,ξέρουν ότι δεν είναι σημαίνον «νεότερον»ο θάνατος κα΄ποιου άγνωστου νεαρού ποιητή σ΄’νεα χωριό της επαρχίας από το 1946,ξέρουν και περιμένουν,περιμένουν…
Τι καρτεράς ,σ’αυτή την άγρια εποχή
που την πατάνε οι Ρωμαίοι;
Αθήνα 1982                                                              ΓΙΑΝΝΗΣ Θ.ΣΠΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ
















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου